- ἀπομαστιγόω
- ἀπομαστῑγόω,A scourge severely, Hdt.3.29, 8.109.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπομαστιγῶσαι — ἀπομαστιγόω scourge severely aor inf act ἀπομαστῑγῶσαι , ἀπομαστιγόω scourge severely aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεμαστίγωσε — ἀπεμαστί̱γωσε , ἀπομαστιγόω scourge severely aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεμαστίγωσεν — ἀπεμαστί̱γωσεν , ἀπομαστιγόω scourge severely aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)